- τσερνοζέμ
- το, Νάκλ. (εδαφολ.) έδαφος λιβαδιών που χαρακτηρίζεται από έναν σκοτεινόχρωμο ορίζοντα χούμου με περιεκτικότητα τουλάχιστον 1% σε άνθρακα και πάχος πάνω από 25 εκατοστόμετρα, αλλ. μαύρο έδαφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek